χρυσόκολλος

From LSJ
Revision as of 15:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόκολλος Medium diacritics: χρυσόκολλος Low diacritics: χρυσόκολλος Capitals: ΧΡΥΣΟΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: chrysókollos Transliteration B: chrysokollos Transliteration C: chrysokollos Beta Code: xruso/kollos

English (LSJ)

ον,

   A soldered or inlaid with gold, ἐκπώματα S.Fr.378; κώπη E.Fr.587; also χρῡσο-κόλλητος δίφρος Id.Ph.2, cf. Antiph.106.2, 237, Luc.Ind.29; ἅρματα Jul.Or.2.50d; cf. χρυσοδακτύλιος.

German (Pape)

[Seite 1381] mit Gold gelöthet, mit angelötheten goldenen Zierrathen, von Gold zusammengesetzt; Soph. frg. 68 bei Ath. XI, 466 b; κώπη Eur. bei Poll. 10, 145.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόκολλος: -ον, κεκολλημένος μὲ χρυσόν, ἔχων χρυσὸν ἐπεκεκολλημένον, χρυσοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, ἔκπωμα Σοφ. Ἀποσπ. 68· κώπη Εὐρ. Ἀποσπ. 590· οὕτω χρυσοκόλλητος δίφρος ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 2· ἐκ χρυσοκολλήτου γε καλπίδος Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1, ἐν Ἀδήλ. 15, Λουκιαν. πρὸς Ἀπαίδ. 29.

Greek Monolingual

-ον, Α
χρυσόδετος («κώπην χρυσόκολλον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. ὀστεό-κολλος].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόκολλος: Soph., Eur. = χρυσοκόλλητος.