σῦλα
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
A v. σύλη.
Greek (Liddell-Scott)
σῦλα: τά, ἴδε ἐν λ. σύλη.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
1 dépouille d’un sanctuaire;
2 nantissement, gage.
Étymologie: DELG étym. obscure, pê apparenté à lat. spolia, avec une origine lydienne.
Greek Monotonic
σῦλα: τά, βλ. σύλη.
Russian (Dvoretsky)
σῦλα: τά pl. к σῦλον.