Πύθιον

From LSJ
Revision as of 17:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πύθιον Medium diacritics: Πύθιον Low diacritics: Πύθιον Capitals: ΠΥΘΙΟΝ
Transliteration A: Pýthion Transliteration B: Pythion Transliteration C: Pythion Beta Code: *pu/qion

English (LSJ)

[ῡ], τό,

   A temple of the Pythian Apollo at Athens, IG12.188.64, Th.2.15, Str.9.2.11, Paus.9.35.7; at Poeessa, IG12(5).1100 (v/iv B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

Πύθιον: [ῡ], τό, ὁ ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Πυθοῖ ἢ Δελφοῖς, Θουκ. 2. 15, Στράβ. 404· καὶ ἐν ἄλλοις τόποις, Παυσ. 9. 35, 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
le sanctuaire d’Apollon à Pythô ou Delphes.
Étymologie: Πυθώ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ναός του Πυθίου Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πύθιος].

Greek Monotonic

Πύθιον: [ῡ], τό (Πυθώ), ο ναός του Πυθικού Απόλλωνα στους Δελφούς, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Πύθιον: τό Пифий (храм Аполлона в Пифо или в Дельфах) Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Πύθιον -ου, τό [πύθιος, νίκη] tempel van de Pythische Apollo.

Middle Liddell

Πύ¯θιον, ου, τό, Πυθώ
the temple of Pythian Apollo, Thuc.