βασκοσύνη
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
English (LSJ)
ἡ, poet. for βασκανία, Poet.
A de herb.51,131, PMag.Lond.122.34, PMag.Par.1.1400.
German (Pape)
[Seite 438] ἡ, Sp. = βασκανία.
Greek (Liddell-Scott)
βασκοσύνη: ἡ, ποιτ. ἀντὶ τοῦ βασκανία, Ποιητὴς π. Βοτ. 51.210.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
mal de ojo, embrujamiento, hechizo προσκλυζομένη ... πρὸς ... βασκοσύνας ... ἔστιν ἄκος Poet.de herb.51, cf. 132, διάσωσόν με ... ἀπὸ ... βασκοσύνης πάσης PMag.8.34, cf. SB 6584.4 (IV/V d.C.), Suppl.Mag.31.4, Hippiatr.Paris.979.
Greek Monolingual
η (Α βασκοσύνη)
η βασκανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασκανοσύνη (< βάσκανος) με συλλαβική ανομοίωση].