ἀμφιπεριστείνομαι

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπεριστείνομαι Medium diacritics: ἀμφιπεριστείνομαι Low diacritics: αμφιπεριστείνομαι Capitals: ΑΜΦΙΠΕΡΙΣΤΕΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: amphiperisteínomai Transliteration B: amphiperisteinomai Transliteration C: amfiperisteinomai Beta Code: a)mfiperistei/nomai

English (LSJ)

Pass., (στεινός, στενός)

   A to be pressed, crowded on all sides, Call.Del. 179.

German (Pape)

[Seite 141] Call. Del. 179, ringsum zusammengedrängt, voll sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπεριστείνομαι: (στεινός, στενός), παθ., ἁπανταχόθεν πιέζομαι ἢ πυκνοῦμαι, συνωθοῦμαι, Καλλ. εἰς Δῆλ. 179.

Spanish (DGE)

llenarse, atestarse por completo ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.Del.179.

Greek Monolingual

ἀμφιπεριστείνομαι (Α)
πιέζομαι, συνωθούμαι από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιστείνομαι «στενεύομαι, πιέζομαι»].