κατάκλεισις

From LSJ
Revision as of 10:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκλεισις Medium diacritics: κατάκλεισις Low diacritics: κατάκλεισις Capitals: ΚΑΤΑΚΛΕΙΣΙΣ
Transliteration A: katákleisis Transliteration B: katakleisis Transliteration C: katakleisis Beta Code: kata/kleisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shutting up, closing, Gal.19.445.    II completion, Nicom. ap. Theol.Ar.43.    III beam resting on the pillars of the Χελώνη, Ath. Mech.18.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, das Zuschließen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλεισις: -εως, ἡ, τὸ κατακλείειν, ἡ ἐντελὴς κλεῖσις, Γαλην.

Greek Monolingual

κατάκλεισις, ἡ (AM) κατακλείω
μσν.
ο περιορισμός σε έναν χώρο, η φυλάκιση
αρχ.
1. το κλείσιμο
2. η αποπεράτωση, το τελείωμα
3. δοκάρι που στηριζόταν στους κίονες πολιορκητικής «χελώνης».