στέλλα
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ζῶσμα, Hsch. στελλάνδρα· ἡ κόρη, Id.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ζῶσμα».στέλ(λ)α (II)
η, Ν
το γωνιόμετρο τών τεχνητών το οποίο αποτελείται από δύο κινητούς κανόνες και χρησιμοποιείται για χάραξη γωνιών, αλλ. γονάτιο ή ψευδογνώμονας.