στροβιλός

From LSJ
Revision as of 20:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβῑλός Medium diacritics: στροβιλός Low diacritics: στροβιλός Capitals: ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ
Transliteration A: strobilós Transliteration B: strobilos Transliteration C: strovilos Beta Code: strobilo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A whirling, λιγνύς cj. in AP15.25 (Besant.Ara).

German (Pape)

[Seite 955] wie στροβελός, στράβαλος, στρεβλός, gedreht, sich im Kreise drehend, wirbelnd, λιγνύς Dosiad. ara 1 (XV, 25), wo aber στροβίλῳ λιγνύϊ steht.

Greek (Liddell-Scott)

στροβῑλός: -ή, -όν, ὁ περιδινούμενος, περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 15.25.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. στρόβιλος ως επίθ.].

Greek Monotonic

στροβῑλός: -ή, -όν (στρόβος), αυτός που περιδινίζεται, που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Ανθ.

Middle Liddell

στροβῑλός, ή, όν στρόβος
spinning, whirling, Anth.