λεβητάριον

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεβητάριον Medium diacritics: λεβητάριον Low diacritics: λεβητάριον Capitals: ΛΕΒΗΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: lebētárion Transliteration B: lebētarion Transliteration C: levitarion Beta Code: lebhta/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of foreg., Poll.10.66, 95, etc.

German (Pape)

[Seite 21] τό, dim. von λέβης, Kesselchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεβητάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Πολυδ. Ι΄, 66, 95, κτλ.

Greek Monolingual

το (AM λεβητάριον) λέβης
εκκλ. μετάλλινο εκκλησιαστικό σκεύος με σχήμα μικρού αγγείου, που χρησιμεύει για θέρμανση νερού και έκχυση του στο ιερό ποτήριο λίγο πριν από τη θεία κοινωνία, αλλ. ζέον
αρχ.
υποκορ. του λέβης, καζανάκι, μικρό δοχείο.