ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
Full diacritics: φιττακίδες | Medium diacritics: φιττακίδες | Low diacritics: φιττακίδες | Capitals: ΦΙΤΤΑΚΙΔΕΣ |
Transliteration A: phittakídes | Transliteration B: phittakides | Transliteration C: fittakides | Beta Code: fittaki/des |
αἱ, a kind of
A woman's shoes, Poll.7.94 (v.l. φιττάκια).
φιττακίδες: -αἱ, εἶδος γυναικείων σανδαλίων. Πολυδ. Ζ΄, 94.
ων (αἱ) :
chaussures de femme.
Étymologie: LSJ : φιττάκια -- DELG -.
αἱ Α
είδος γυναικείων σανδαλιών.