βάσσων
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
English (LSJ)
ον, gen. ονος, Dor. Comp. of βαθύς, Epich.188. 2 baggage-train, Petr.Patr.p.434 D.
German (Pape)
[Seite 438] ον, dor. compar. von βαθύς, Epicharm. bei Suid. u. Hdn. περὶ μον. λ. p. 37, 11.
Greek (Liddell-Scott)
βάσσων: -ον, γεν. –ονος, Δωρ. συγκρ. τοῦ βαθύς, Ἐπίχ. 164 Ahr.· πρβλ. θάσσων, βράσσων, ἐλάσσων ἥσσων.
Spanish (DGE)
v. βαθύς.
Greek Monotonic
βάσσων: -ον, γεν. -ονος, Δωρ. συγκρ. του βαθύς.