διοικονομέω

From LSJ
Revision as of 20:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοικονομέω Medium diacritics: διοικονομέω Low diacritics: διοικονομέω Capitals: ΔΙΟΙΚΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: dioikonoméō Transliteration B: dioikonomeō Transliteration C: dioikonomeo Beta Code: dioikovome/w

English (LSJ)

strengthd. for οἰκονομέω, Phld.Oec.p.9J. (dub.), Anon.Lond.22.49, Poll.5.156:—Pass., Arist.Mu.400b32.

Greek (Liddell-Scott)

διοικονομέω: ἐπιτεταμ. οἰκονομέω, Πολυδ. Ε΄, 156, Εὐστ. Πονημ. 76. 55. -Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 37.

Spanish (DGE)

administrar, organizar, disponer κτήματα καὶ χρήματα Phld.Oec.3a.12, δυνάμεις ... αἱ διοικονομοῦσαι (ὕλην) Anon.Lond.22.49, τὸν βίον Vett.Val.41.13, ταὐτὸν ... ὁ θεὸς ἐφ' ἡμῶν διῳκονομηκέναι Meth.Res.1.43, cf. Poll.5.156, en v. pas. ἀπολογεῖσθαι περὶ τῶν διῳκονομημένων ref. a una συμμαχία Plb.27.1.11, cf. IEphesos 16.11 (II d.C.), τὸν ἁμαρτωλὸν διοικονομούμενον ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier., κοινὰ ... διοικονομούμενα Iambl.VP 74, c. πρός: θεωρῆσαι ... ἀνάγκην λόγου πρὸς τὸ χρήσιμον ... διοικονομουμένου Hermog.Inu.3.2 (p.128)
en v. med. mismo sent. τὰ καθ' ἑαυτὴν (ὑποθήκην) διοικονο[με] ῖσθαι SB 13167re.20 (II d.C.), ἡ θεία δύναμις πάντα διοικονομεῖται Ps.Caes.69.5
de pers., en v. pas. ser tratado ὁ ἁμαρτωλὸς διοικονομούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier.

Russian (Dvoretsky)

διοικονομέω: устраивать, упорядочивать, управлять (ἐμμελῶςσύμπας διοικονομεῖται διάκοσμος οὐρανοῦ καὶ γῆς Arst.).