μάλκιος

From LSJ
Revision as of 19:14, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάλκιος Medium diacritics: μάλκιος Low diacritics: μάλκιος Capitals: ΜΑΛΚΙΟΣ
Transliteration A: málkios Transliteration B: malkios Transliteration C: malkios Beta Code: ma/lkios

English (LSJ)

ον, (μάλκη)

   A freezing, benumbing, τιὼν (sc. Mithridates) φάρμακον ἀσθενές τε καὶ μάλκιον Anon. ap. Suid.: Sup., τόδε μοι μαλκίστατον ἦμαρ Call.Fr.anon.45:—Hsch. has μαλκιώτατον· μαλακώτατον, and μαλκόν· μαλακόν; the latter is cj. in Poet. ap. Sch.Nic.Th.382.

German (Pape)

[Seite 90] frostig, kalt, ψυχρός, Suid., erstarren machend; auch μαλκός, von den Gramm. auf μαλακός zurückgeführt, die auch den superl. μαλκίστατος erwähnen.

Greek (Liddell-Scott)

μάλκιος: -ον, (μάλκη) ὁ προξενῶν μάλκην, νάρκωσιν, ναρκωτικός, ἢ σφόδρα ψυχρός, πιὼν (δηλ. ὁ Μιθριδάτης) φάρμακον ἀσθενές τε καὶ μάλκιον Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· - ὑπερθετ., τόδε μοι μαλκίστατον ἦμαρ, «ψυχρότατον», Ποιητὴς παρὰ τῷ αὐτῷ. - Ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει μαλκιώτατον καὶ μαλκόν.

Greek Monolingual

μάλκιος, -ον (Α) μάλκη
1. αυτός που επιφέρει μούδιασμα, νάρκη, λόγω της ψυχρότητάς του
2. πολύ ψυχρός
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «μάλκιον
ψυχρόν
μαλκίστατον-ψυχρότατον»
β) «μαλκιώτατον-μαλακώτατον».