λειπογνώμων

From LSJ
Revision as of 16:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειπογνώμων Medium diacritics: λειπογνώμων Low diacritics: λειπογνώμων Capitals: ΛΕΙΠΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: leipognṓmōn Transliteration B: leipognōmōn Transliteration C: leipognomon Beta Code: leipognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A lacking γνώμονες 11.6, οἶς IG22.1357 (iv B.C.), cf. Ister 53, Poll.1.182, Luc.Lex.6, EM4.4, Hscb (Freq. misspelt λιπογνώμων in codd.)

German (Pape)

[Seite 24] ον, eigtl. vom Pferde, das den Kennzahn verloren hat, an dem man sein Alter erkennt, B. A. 49 u. a. VLL., u. übh. von unkenntlichem Alter, auch von Menschen, Luc. Lex. 6.

French (Bailly abrégé)

v. λιπογνώμων.

Greek Monolingual

λειπογνώμων και λιπογνώμων, -ον (Α)
(για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ- του λείπω + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο-γνώμων, ορθο-γνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ. λιπ- (πρβλ. -λιπ-ον, αόρ. του λείπω) + -γνώμων (βλ. και ετυμολ. λ. λειπανδρία)].