μολόχινος
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
η, ον,
A made of mallow-fibre, μολόχινα (sc. ἱμάτια), τά, Peripl.M.Rubr.6; μ. ὀθόνιον, σινδόνες, ib.49, 48; μαφόρια Sammelb.7033.39 (v A.D.), cf. Isid.Etym.19.22.12; μ. ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.490.
Greek (Liddell-Scott)
μολόχῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς μολόχης, μολόχινα (δηλ. ἱμάτια), τά, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 5.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de fibre de mauve (tissu) ; couleur de mauve (tissu).
Étymologie: μολόχιον.
Greek Monolingual
μολόχινος, -ίνη, -ον (Α) μολόχη
1. αυτός που αποτελείται από ίνες μολόχας ή αυτός που έχει το χρώμα της μολόχας («μολόχιναι σινδόνες», Περ. Ερ. Θαλ.)
2. ο κατασκευασμένος από μολόχα («μολόχινος ἔμπλαστρος», Γαλ.).