Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονόστροφος

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστροφος Medium diacritics: μονόστροφος Low diacritics: μονόστροφος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: monóstrophos Transliteration B: monostrophos Transliteration C: monostrofos Beta Code: mono/strofos

English (LSJ)

ον,

   A consisting of a single strophe, στροφή Sch.Tricl.E.Ph.239. Adv. -φως ibid.    II ἅμαξα μ. either a cart with solid wheels, or wheelbarrow, Thphr.HP5.7.6; cf. μονόκυκλος 2.    III of one turn, ἕλιξ Speus. ap. Procl.in Euc.pp.180,187 F., Papp.1110.2.

German (Pape)

[Seite 205] aus einer Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστροφος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς μόνης στροφῆς. Ἐπίρρ. -φως, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. Εὐρ. ΙΙ. ἅμαξα μ., μονότροχος, ἔχουσα ἕνα μόνον τροχόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6 (Schneid. μονότροχος).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόστροφος, -ον)
αυτός που αποτελείται από μία μόνο στροφή
αρχ.
1. (για έλικα) αυτός που στρέφεται προς μία κατεύθυνση
2. φρ. «μονόστροφος ἅμαξα» — άμαξα με έναν μόνο τροχό, μονότροχη.
επίρρ...
μονοστρόφως (ΑΜ)
με μία στροφή, σε μία στροφή, κατά τρόπο μονόστροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στροφος (< στροφή), πρβλ. πολύ-στροφος].