οἷο
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
Ep. for οὗ, gen. of Possess. Pron. ὅς, ἥ, ὅν
A his, her (q. v.) : οἷόπερ, Ep. for οὗπερ, A.R.1.1325.
Greek (Liddell-Scott)
οἷο: Ἐπικ. ἀντὶ οὗ, γεν. τῆς κτητ. ἀντωνυμ. ὅς, ἥ, ὅν, Ὅμ.˙ ἀλλ’ οὐδέποτε ὡς γενικ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ἥτις ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ εἶναι ἀπανταχοῦ εἷο: - οἷόπερ, Ἰων. ἀντὶ οὗπερ.
French (Bailly abrégé)
épq. c. οὗ, gén. du pron. poss. ὅς.
English (Autenrieth)
see ὅ Od. 18.2.
Greek Monotonic
οἷο: Επικ. αντί οὗ, γεν. της κτητ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ, δικός του, δικός της, δικό του.
Russian (Dvoretsky)
οἷο: эп. = οὗ (gen. к ὅς).