παραπλώω
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
Ion. for παραπλέω.
German (Pape)
[Seite 495] (s. πλώω), ep. u. ion. statt παραπλέω, vorüberschiffen; παρέπλω, aor. syncop., Od. 12, 69; Her. 4, 99; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλώω: Ἰων. ἀντὶ παραπλέω.
French (Bailly abrégé)
impf. ou ao.2, 3ᵉ sg. παρέπλω;
ion. c. παραπλέω.
Étymologie: παρά, πλώω.
English (Autenrieth)
aor. 2 παρέπλω: sail by, Od. 12.69†.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. παραπλέω.
Greek Monotonic
παραπλώω: Ιων. αντί παραπλέω.
Russian (Dvoretsky)
παραπλώω: эп.-ион. = παραπλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-πλώω Ion. voor παραπλέω.