οὐλοφυής
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ές, (οὖλος A)
A rough, raw, undifferentiated, of lumps of earth (τύποι χθονός), Emp.62.4.
German (Pape)
[Seite 414] ές, für ὁλοφυής, ganz im ersten Naturzustande, unausgebildet, Empedocl. 198, vgl. Sturz p. 376 ff.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλοφυής: -ές, (οὖλος Α) ὁ ὅλως ἐν φυσικῇ καταστάσει, Ἐμπεδ. 321, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 12.
Greek Monolingual
οὐλοφυής, -ές (Α)
αυτός που διατελεί σε εντελώς φυσική κατάσταση, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (Ι) (βλ. λ. όλος) + -φυής (< φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].
Russian (Dvoretsky)
οὐλοφυής: цельноприродный, т. е. первозданный, первобытный (ζῷα Emped. ap. Arst.).