πικρόκαρπος

Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A bearing bitter fruit, ἀνδροκτασία ib.693 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 614] von, mit bitterer Frucht, übertr., ἀνδροκτασία, Aesch. Spt. 675.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόκαρπος: -ον, ὁ φέρων πικρὸν καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 693, Μανασσ. Χρον. 4317.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits amers.
Étymologie: πικρός, καρπός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που παράγει πικρούς καρπούς.

Greek Monotonic

πικρόκαρπος: -ον, αυτός που φέρει πικρούς καρπούς, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόκαρπος -ον [πικρός, καρπός] met bittere vrucht.

Russian (Dvoretsky)

πικρόκαρπος: приносящий горькие плоды, имеющий горькие последствия (ἀνδροκτασία Aesch.).

Middle Liddell

πικρό-καρπος, ον,
bearing bitter fruit, Aesch.