Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Full diacritics: φοινίσκη | Medium diacritics: φοινίσκη | Low diacritics: φοινίσκη | Capitals: ΦΟΙΝΙΣΚΗ |
Transliteration A: phoinískē | Transliteration B: phoiniskē | Transliteration C: foiniski | Beta Code: foini/skh |
ἡ, dim. of φοῖνιξ,
A small palm, BGU227.10 (ii A. D.).
ἡ, Α
1. υποκορ. φοίνικας μικρών διαστάσεων
2. η άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παιδ-ίσκη), μέσω αμάρτυρου τ. φοινικ-ίσκη με απλολογία].