ἀνήλειπτος

From LSJ
Revision as of 11:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήλειπτος Medium diacritics: ἀνήλειπτος Low diacritics: ανήλειπτος Capitals: ΑΝΗΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: anḗleiptos Transliteration B: anēleiptos Transliteration C: anileiptos Beta Code: a)nh/leiptos

English (LSJ)

ον,

   A unanointed, should be read for ἀνείληπτος in Antyll. ap. Orib.10.13.19:—also ἀνήλειφος (so codd.) or ἀνήλῐφος, ον, D.C.56.30, Philagr. ap. Orib.5.19.10, Hp.Ep.17.

German (Pape)

[Seite 229] ungesalbt, ungeschminkt; die VLL. ziehen diese Form der Form ἀνάλειπτος vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήλειπτος: -ον, (ἀλείφω) ὁ μὴ ἀληλιμμένος, οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Mathaei Med. 301, κτλ.· ὡσαύτως ἀνήλειφος ἢ ἀνήλῐφος, ον, ἐν Δίωνι Κ. 56. 30.

Spanish (DGE)

-ον
no untado de aceite ἔστω δ' ἀνήλειπτα ταῦτα (τὰ σεσιναπισμένα μέρη) Antyll. en Orib.10.13.19, ἡλίῳ παρέχουσιν ἑαυτοὺς οἱ μὲν ἀνήλειπτοι Antyll. en Aët.3.9.

Greek Monolingual

ἀνήλειπτος και ἀνήλειφος, -ον (Α) αλείφω
1. αυτός που δεν αλείφθηκε με μύρο μετά το λουτρό
2. αυτός που δεν πλύθηκε, ο ακάθαρτος.