ἐξανεμίζω

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰνεμίζω Medium diacritics: ἐξανεμίζω Low diacritics: εξανεμίζω Capitals: ΕΞΑΝΕΜΙΖΩ
Transliteration A: exanemízō Transliteration B: exanemizō Transliteration C: eksanemizo Beta Code: e)canemi/zw

English (LSJ)

strengthd. for ἀνεμίζω, Sch.Il.20.440.

German (Pape)

[Seite 869] auslüften, Erkl. von ψύχω, Schol. Il. 20, 440.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανεμίζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀνεμίζω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Υ. 440.

Spanish (DGE)

hacer que se levante el viento, levantar viento τῇ κινήσει τῆς χειρὸς ἠρέμα ἐξανεμίσασα la diosa Atenea, Sch.Er.Il.20.440a.

Greek Monolingual

και ξανεμίζωἐξανεμίζω και ξανεμίζω)
1. μετατρέπω σε άνεμο, ματαιώνω, εξαφανίζω, καταστρέφω, εκμηδενίζω («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την περιουσία του»)
2. (για μαλλιά) ανεμίζω
3. κινώ στον άνεμο
μσν.
(αμτβ.) πέρδομαι.