παγκαταπύγων
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ], ονος, ὁ, ἡ,
A utterly lewd, Ar.Lys.137.
Greek (Liddell-Scott)
παγκαταπύγων: [ῡ], -ονος, ὁ, ἡ, ὑπερβαλλόντως καταπύγων, αἰσχρότατος, Ἀριστοφ. Λυσ. 137. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 154.
Greek Monolingual
παγκαταπύγων, -ονος, ὁ ἡ, ουδ. παγκατάπυγον (Α)
ασελγέστατος κίναιδος, αισχρότατος («ὦ παγκατάπυγον θἡμέτερον ἅπαν γένος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καταπύγων.
Russian (Dvoretsky)
παγκᾰτᾰπύγων: 2, gen. ονος (ῡ) Arph. intens. к καταπύγων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκαταπύγων -ονος [πᾶς, καταπύγων] totaal oversekst.