γηΐτης
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A husbandman, S.Tr.32 (in contr. form γῄτης).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
par contr. γῄτης;
cultivateur.
Étymologie: γῆ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γαΐτης Hdn.Gr.2.485, Hsch.; contr. γῄτης S.Tr.32
1 labrador, campesino, pequeño propietario S.l.c., Hdn.Gr.l.c., Hsch.
2 autóctono St.Byz.s.u. γῆ.
Greek Monolingual
γηΐτης ο (Α) γη
γεωργός, αγρότης.
Greek Monotonic
γηΐτης: συνηρ. γῄτης, -ου, ὁ (γῆ), γεωργός, καλλιεργητής της γης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
γηΐτης: стяж. γῄτης, ου ὁ землепашец, пахарь Soph.