λάγγερος
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
Greek (Liddell-Scott)
λάκυρος: «στεμφυλίας οἶνος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λάκυρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στεμφυλίας οἶνος».
Wiktionary EN
لانگر From Greek λάγκυρος (lágkyros), λάγκερος (lágkeros), λάγκερο (lágkero), λάγγερος (lángeros), λάγγερας (lángeras), from Ancient Greek λάκυρος (lákuros), denoting an after-wine obtained by pouring water over the refuse of grapes after the wine proper has been drawn.