λάγγερας
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek (Liddell-Scott)
λάκυρος: «στεμφυλίας οἶνος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο στεμφυλίτης οίνος, το τσίπουρο.
Wiktionary EN
لانگر From Greek λάγκυρος (lágkyros), λάγκερος (lágkeros), λάγκερο (lágkero), λάγγερος (lángeros), λάγγερας (lángeras), from Ancient Greek λάκυρος (lákuros), denoting an after-wine obtained by pouring water over the refuse of grapes after the wine proper has been drawn.