Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
confusion: P. and V. ἔκπληξις, ἡ, θόρυβος, ὁ, P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.
fear: P. and V. φόβος, ὁ, δεῖμα, τό, δέος, τό, ὀρρωδία, ἡ, V. τάρβος, τό.