βατιάκη

From LSJ
Revision as of 14:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτῐάκη Medium diacritics: βατιάκη Low diacritics: βατιάκη Capitals: ΒΑΤΙΑΚΗ
Transliteration A: batiákē Transliteration B: batiakē Transliteration C: vatiaki Beta Code: batia/kh

English (LSJ)

[ᾰκ], ἡ, a kind of

   A cup, Diph.80; β. χρυσαῖ, χαλκαῖ, Alexandr. Epist. ap. Ath.11.784a, Arist.Mir.834a4, IG11(2).137 (Delos, iv B. C.):—Dim. βᾰτῐάκιον, τό, dub. in Philem.87, cf. IG11.199B8 (Delos, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 439] ἡ, ein Trinkgeschirr, Diphil. bei Ath. XI, 484 e, vgl. 784 a, persisch; Arist. Mirab. ausc. 39.

Greek (Liddell-Scott)

βατιάκη: ἡ, εἶδος ποτηρίου, Δίφιλ. Τιθρ. 1· β. χρυσαῖ, χαλκαῖ, Ἀριστ. Θαυμασ. 49· -ὑποκορ. βατιάκιον, τό, ἀμφ. ἐν Φιλήμ. Χηρ.1.

Spanish (DGE)

(βᾰτιάκη) -ης, ἡ

• Alolema(s): lat. batioca Plaut.St.694

• Prosodia: [-ᾰ-]
cierta copa de procedencia persa fabricada en metales preciosos ἐν τοῖς Δαρείου ποτηρίοις βατιάκας εἶναί τινας Arist.Mir.834a4, cf. IG 11(2).137.10 (Delos IV a.C.), Alexander en Ath.784a, Diph.81.1, PCair.Zen.120.7 (III a.C.), Plaut.l.c., Poll.6.96.

• Etimología: Quizá prést. del iran., cf. pers. bādiyah < *bātiaka-.

Greek Monolingual

βατιάκη, η (Α)
κούπα ρηχή και πλατύστομη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως, εάν ληφθεί υπ' όψιν η πληροφορία του Αθήναιου (11, 784 α) ότι η Βατιάκη είναι περσική φιάλη. Ο τ. συνδέθηκε με περσ. bādiyah, με βάση ένα αρχ. bātiaka-].

Russian (Dvoretsky)

βατιακή: ἡ чаша, кубок Arst.

Frisk Etymology German

βατιάκη: {bătiắkē}
Grammar: f.
Meaning: Art Becher (Diph., Arist., Delos u. a.).
Derivative: Demin. βατιάκιον (Pap., Delos).
Etymology : Technisches Fremdwort ohne Etymologie.
Page 1,226