tremendous
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
terrible, lit. or Met.: P. and V. δεινός.
alarming, lit.: P. and V. δεινός, φοβερός, φρικώδης, V. δύσχιμος, ἔμφοβος.
Met., great, vast: P. and V. ἀμήχανος, μέγιστος, ὑπερφυής (Aesch., Fragment), ὑπέρπολυς.