γνωρισμός
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ὁ,
A making known, Arist.AP0.90b16. 2 identification, PTeb.288.15 (iii A. D.). II recognition, EM735.25, Suid.
German (Pape)
[Seite 499] ὁ, das Bekanntmachen, Arist. anal. post. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
γνωρισμός: ὁ, τὸ ποιεῖν γνωστόν τι, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 3, 2. ΙΙ. ἀναγνωρισμός, Ε. Μ. 735. 25, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
conocimiento τὸν γνωρισμὸν παιδεύουσα Nil.M.79.1052C, cf. Poll.4.32
•reconocimiento λόγος ἐν πολέμῳ ἐπὶ γνωρισμῷ τῶν οἰκείων διδόμενος Sud.s.u. σύνθημα, διὰ γνωρισμὸν τοῦ πατρός Tz.ad Lyc.494.
Greek Monolingual
ο (AM γνωρισμός) γνωρίζω
1. η γνωριμία
2. η αναγνώριση
(αρχ.- μσν.) (νομ.) η γνωστοποίηση.
Russian (Dvoretsky)
γνωρισμός: ὁ знакомство, познавание (ὁ ὁρισμός τις γ., sc. ἐστιν Arst.).