δανοτής

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾱνοτής Medium diacritics: δανοτής Low diacritics: δανοτής Capitals: ΔΑΝΟΤΗΣ
Transliteration A: danotḗs Transliteration B: danotēs Transliteration C: danotis Beta Code: danoth/s

English (LSJ)

ῆτος, ἡ, perh.

   A f.l. for δαϊοτῆτος (cf. δηι-), ἁμερίων μόχθων καὶ δανοτῆτος S.Fr.369.

Spanish (DGE)

(δᾱνοτής) -ῆτος, ἡ
sent. dud., quizá destrucción, incendio S.Fr.369, cf. δανέω, δάνος, -ου, ὁ.

Greek Monolingual

δανοτής (-ῆτος), η (Α)
το να είναι κανείς θνητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη η λ. δανοτής < δανός «ξερός» ενώ κατ' άλλους πρόκειται για εσφαλμένη γραφή αντί του τ. δαϊοτήτος].