δεδοικότως
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
Adv. part. pf. of δείδω,
A = δεδιότως, Ruf.Interrog.2, Philostr.VA4.20.
German (Pape)
[Seite 534] furchtsam, Philostr. v. Apoll. 4, 20.
Greek (Liddell-Scott)
δεδοικότως: ἐπιρρ. μετοχ.πρκμ. τοῦ δείδω,Φιλόστρ. 157.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente Ruf.Interrog.1, Philostr.VA 4.20.
Greek Monolingual
δεδοικότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδοικώς του παρακμ. δέδοικα του δείδω (πρβλ. δεδιότως)].