δεδοικότως

From LSJ
Revision as of 22:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεδοικότως Medium diacritics: δεδοικότως Low diacritics: δεδοικότως Capitals: ΔΕΔΟΙΚΟΤΩΣ
Transliteration A: dedoikótōs Transliteration B: dedoikotōs Transliteration C: dedoikotos Beta Code: dedoiko/tws

English (LSJ)

Adv. part. pf. of δείδω,

   A = δεδιότως, Ruf.Interrog.2, Philostr.VA4.20.

German (Pape)

[Seite 534] furchtsam, Philostr. v. Apoll. 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

δεδοικότως: ἐπιρρ. μετοχ.πρκμ. τοῦ δείδω,Φιλόστρ. 157.

Spanish (DGE)

adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente Ruf.Interrog.1, Philostr.VA 4.20.

Greek Monolingual

δεδοικότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδοικώς του παρακμ. δέδοικα του δείδω (πρβλ. δεδιότως)].