διαθραύω
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
A break in small pieces, in Pass., Pl.Ti.57b, Arist.HA616a27; τῇ μασήσει Thphr.CP6.9.3.
German (Pape)
[Seite 579] (s. θραύω), ganz zerbrechen, Plat. Tim. 57 b; κατὰ μικρά Sορh. 246 b; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαθραύω: καταθραύω, θραύω εἰς μικρὰ τεμάχια, Πλάτ. Τιμ. 57Α, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 9, 3. - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 14, 3.
Spanish (DGE)
1 tr. fragmentar fig. τὴν ἀλήθειαν κατὰ σμικρὰ διαθραύοντες ἐν τοῖς λόγοις Pl.Sph.246c.
2 en v. med., intr. hacerse pedazos pequeños, fragmentarse de los elementos cuando se encuentran en un medio extraño ὀλίγα διαθραυόμενα Pl.Ti.57b, ταχὺ διαθραύεται de los nidos del alción, Arist.HA 616a27, διαθραυόμενα ... τῇ μασήσει Thphr.CP 6.9.3, de pers. μὴ πεσὼν διαθραυσθῇς Sch.Ar.Pax 147a
•fragmentarse, descomponerse como propiedad de la luz τοῦ φωτός ἐστι τὸ ἀνακλᾶσθαι καὶ διαθραύεσθαι Emp.A 57.
Greek Monolingual
διαθραύω (Α) θραύω
κατα συντρίβω, καταθρυμματίζω.
Russian (Dvoretsky)
διαθραύω: разбивать на мелкие куски (κατὰ μικρά Plat.; διαθραύεσθαι ὥσπερ ἡ ἁλοσάχνη Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-θραύω geheel verbrijzelen.