διαφόρημα
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ατος, τό,
A thing thrown to and fro; the game of ball, Hsch., Suid. II thing torn to pieces, prey, LXXJe.37.16.
Greek (Liddell-Scott)
διαφόρημα: τό, τὸ ῥιπτόμενον τῇδε κἀκεῖσε, παίγνιον, σφαῖρα, Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. τὸ εἰς τεμάχιον κατεσπαραγμένον, λεία, Ἑβδ. (Ἱερ. 37. 16).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 saqueo, despojo ἔσονται οἱ διαφοροῦντές σε εἰς δ. LXX Ie.37.16.
2 excremento Sud.s.u. Ἀρειανός.
3 cierto juego Hsch., Sud.
Greek Monolingual
το (ΑΝ)
1. ό,τι ρίχνεται εδώ κι εκεί, παιχνίδι με μπάλα
2. ό,τι έχει τεμαχιστεί, λεία.