διεμβάλλω

From LSJ
Revision as of 15:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεμβάλλω Medium diacritics: διεμβάλλω Low diacritics: διεμβάλλω Capitals: ΔΙΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: diembállō Transliteration B: diemballō Transliteration C: diemvallo Beta Code: diemba/llw

English (LSJ)

   A put in through, LXX Nu.4.6, al., Gal.2.574, Aët.15.12.

German (Pape)

[Seite 619] durch- u. hineinwerfen, LXX., Galen. διεμμένω, stets darin, dabei bleiben, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διεμβάλλω: ἐμβάλλω διὰ μέσου, Ἑβδ. (Ἀριθμ. 4. 6, κ. ἀλλ.), Γαλην. 4. 142, 144, Ἀθήν. 107.

Spanish (DGE)

1 colocar de través, poner en posición atravesada τοὺς μοχλούς LXX Ex.40.18, τοὺς ἀναφορεῖς LXX Nu.4.6.
2 medic. introducir ἔλλασμα χαλκοῦν Gal.2.574, c. διά y gen. λημνίσκους δ. ἐπὶ τούτων (τῶν τόπων) διὰ τῶν διαιρέσεων Aët.15.12, διὰ τοῦ ζώσματος ... τὰς ἀρχάς Sor.Fasc.169.2, en v. pas. διπύρηνα διεμβαλλόμενα διὰ τῶν σπερματικῶν ἀγγείων Gal.4.595.

Greek Monolingual

διεμβάλλω (Α) εμβάλλω
βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.