διεξερέομαι
From LSJ
English (LSJ)
A question closely, c. dupl. acc., ἐμὲ ταῦτα Il. 10.432, cf. A.R.1.327.
German (Pape)
[Seite 619] genau ausfragen; Iliad. 10, 432 ἀλλὰ τίη ἐμὲ ταῦτα διεξερέεσθε ἕκαστα; – Ap. Rh. 1, 327.
Greek (Liddell-Scott)
διεξερέομαι: μανθάνω δι’ ἐρωτήσεων, πληροφοροῦμαι διὰ συντόνου ἀνακρίσεως, ἐμὲ ταῦτα Ἰλ. Κ. 432.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
interroger, demander : τινά τι qch à qqn.
Étymologie: διά, ἐξερέομαι.
English (Autenrieth)
inquire thoroughly about, Il. 10.432†.
Spanish (DGE)
preguntar c. doble ac. τίη ἐμὲ ταῦτα διεξερέεσθε ἕκαστα; Il.10.432, cf. A.R.1.327.
Greek Monotonic
διεξερέομαι: πληροφορούμαι μέσω εξονυχιστικής ανάκρισης ενός προσώπου, τινά τι, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
διεξερέομαι: подробно расспрашивать (τινά τι Hom.).