δυνάστευμα

From LSJ
Revision as of 13:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνάστευμα Medium diacritics: δυνάστευμα Low diacritics: δυνάστευμα Capitals: ΔΥΝΑΣΤΕΥΜΑ
Transliteration A: dynásteuma Transliteration B: dynasteuma Transliteration C: dynastevma Beta Code: duna/steuma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A natural resources, τὰ δ. τοῦ Αιβάνου LXX 3 Ki.2.46c.

German (Pape)

[Seite 673] τό, Reich, Provinz, LXX.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. recursos naturales διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3Re.2.46c.

Greek Monolingual

το (AM δυνάστευμα) δυναστεύω
νεοελλ.
καταδυνάστευση, δεσποτεία
αρχ.
1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο
2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου.