δυσεξήγητος

Revision as of 15:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A hard to explain, Darius ap.D.L.9.13, Gal.17 (2).71.

German (Pape)

[Seite 679] schwer auseinander zu setzen; D. L. 9, 13; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξήγητος: -ον, δυσκόλως ἐξηγούμενος, δυσερμήνευτος, Δαρεῖος παρὰ Διογ. Λ. 9. 13.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explicar λόγος D.L.9.13, γραφή Gal.17(2).71, πρᾶγμα Iust.Phil.2Apol.6.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξήγητος, -ον)
αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο δυσερμήνευτος.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξήγητος: с трудом поддающийся изложению (λόγος περὶ φύσεως Diog. L.).