δυσμανής
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
ές,
A thick, ὕδατα Thphr.HP7.5.2.
German (Pape)
[Seite 683] ές, nicht dünn, ὕδατα Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμανής: -ές, (μανός;) μὴ ἀραιός, πυκνός, ὕδατα Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 5, 2.
Spanish (DGE)
-ές
turbio τῶν δὲ ὑδάτων ... χείριστα δὲ τὰ ... δυσμανῆ Thphr.HP 7.5.2.