εὐκτήδων
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A straight-grained, of wood, Thphr.HP5.1.11.
German (Pape)
[Seite 1076] od. εὐκτήδονος, geradfaserig (κτηδών), dah. leicht zu spalten, vom Holze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκτήδων: -ον, γεν. ονος, (κτηδών) ἔχων εὐθείας ἶνας· ἐντεῦθεν, εὐκόλως σχιζόμενος, ἐπὶ ξύλου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11· πρβλ. εὐκέατος.
Greek Monolingual
εὐκτήδων, -ον (Α)
(για ξύλο)
1. αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες
2. αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτηδών «ίνα του ξύλου»].