ζωνιοπλόκος
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
ον,
A plaiting or embroidering girdles, Thom.Mag. p.168 R.
German (Pape)
[Seite 1143] Frauengürtel flechtend, Th. Mag.
Greek (Liddell-Scott)
ζωνιοπλόκος: -ον, πλέκων ἢ κεντῶν καὶ διαποικίλλων ζώνας, Θωμ. Μ. 413.
Greek Monolingual
ζωνιοπλόκος, -ον (Μ)
αυτός που πλέκει ή κεντά και στολίζει ζώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνιον + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος, στιχο-πλόκος.