θαλασσοτείχιστος

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσοτείχιστος Medium diacritics: θαλασσοτείχιστος Low diacritics: θαλασσοτείχιστος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΤΕΙΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: thalassoteíchistos Transliteration B: thalassoteichistos Transliteration C: thalassoteichistos Beta Code: qalassotei/xistos

English (LSJ)

ον,

   A gloss on ἁλιερκής, Sch.Pi.O.8.34.

German (Pape)

[Seite 1183] Erkl. von ἁλιερκής, Schol. Pind. Ol. 8, 34.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσοτείχιστος: -ον, ἑρμην. τοῦ ἁλιερκής, Σχόλ. Πινδ. Ὀλ. 8, 34.

Greek Monolingual

θαλασσοτείχιστος, -ον (Α)
αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -τείχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α-τείχιστος, ευαπο-τείχιστος].