θεομηνία

From LSJ
Revision as of 09:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεομηνία Medium diacritics: θεομηνία Low diacritics: θεομηνία Capitals: ΘΕΟΜΗΝΙΑ
Transliteration A: theomēnía Transliteration B: theomēnia Transliteration C: theominia Beta Code: qeomhni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wrath of God, Pall.in Hp.2.142D., Steph.in Hp.1.72 D., Eust.891.24.

German (Pape)

[Seite 1196] ἡ, Götterzorn, Eust. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεομηνία: ἡ, ἡ ὀργὴ τοῦ θεοῦ, Δίων Κ. Ἀποσπ. 30, 1, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 727, Εὐστ. 891. 24.

Greek Monolingual

η (AM θεομηνία)
η οργή του θεού
νεοελλ.
μεγάλη καταστροφή που προέρχεται από κακοκαιρία, σεισμό, πλημμύρα κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + μήνις].