κατάσκληρος
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
A very hard, Ph.Bel.71.30, Hippiatr. 96.
German (Pape)
[Seite 1379] hart, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσκληρος: λίαν σκληρός, μήτε κατ. λίαν μήτε μαλακὸν Φίλων Math. Vett. σ. 71, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
κατάσκληρος, -ον (AM)
υπερβολικά σκληρός.