κατάπλωσις
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
εως, ἡ, Ion. for κατάπλους,
A home-coming by sea, Herod.1.68:
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλωσις: κατάπλους, ἐπιστροφὴ διὰ θαλάσσης, μα τὴν γὰρ Μάνδριος κατάπλωσιν καὶ τὴν φίλην Δήμητρα Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 1. 68.
Greek Monolingual
κατάπλωσις, ἡ (Α) καταπλώω
(ιων. τ. αντί κατάπλους) η επιστροφή στην πατρίδα διά θαλάσσης.