καταπίεσις
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ,
A compression, τοῦ ψύχους Id.CP2.1.4.
German (Pape)
[Seite 1369] ἡ, das Herunter-, Niederdrücken, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καταπίεσις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ κάτω πίεσις, ἡ κατάθλιψις, τοῦ ψύχους Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 4.