κατασκορπίζω
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
A scatter abroad, D.S.24.1.
German (Pape)
[Seite 1379] auseinanderwerfen, zerstören, Eumath. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκορπίζω: παντελῶς σκορπίζω, Διοδ. Ἐκλογ. 507. 5, Εὐμάθ. σ. 102.
Greek Monolingual
και κατασκορπώ, -άω (AM κατασκορπίζω)
σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασκορπίζω
νεοελλ.
κατασπαταλώ, εξανεμίζω.
Russian (Dvoretsky)
κατασκορπίζω: рассеивать, разбрасывать (ἡ θάλασσα κατεσκόρπισε τὰς δυνάμεις Diod.).