κατόψιος

Revision as of 15:20, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον, (ὄψις)

   A visible, A.R.2.543.    II in sight of, opposite, γῆς τῆσδε E.Hipp.30.

German (Pape)

[Seite 1406] vor Augen liegend, sichtbar, Ap. Rh. 2, 543. Aber γῆς τῆσδε κατόψιον πέτραν ist = vor Augen, gegenüberliegend, Eur. Hipp. 30.

Greek (Liddell-Scott)

κατόψιος: -ον, (ὄψις) ὁρατός, πᾶσαι αἱ κέλευθοι κατόψιοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 545. ΙΙ. ἐνώπιον, ἀπέναντι, τίνος Εὐρ. Ἱππ. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a vue sur, qui est en face de, gén..
Étymologie: κατόψομαι.

Greek Monolingual

κατόψιος, -ον (Α)
1. ορατός
2. φρ. «κατόψιός τινος» — αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» < φρ. κατ' ὄψιν].

Greek Monotonic

κατόψιος: -ον (ὄψις), ορατός, αντικρυνός, τινος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατόψιος -ον [καθοράω] in het zicht, met gen.: κ. γῆς τῆσδε in het zicht van dit land Eur. Hipp. 30.

Russian (Dvoretsky)

κατόψιος: находящийся на виду, т. е. напротив, противолежащий (γῆς τῆσδε Eur.).

Middle Liddell

κατ-όψιος, ον ὄψις
in sight of, opposite, τινος Eur.

English (Woodhouse)

overlooking, looking over