κεχηνότως
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
Adv., (κέχηνα)
A openmouthed, πιεῖν Moer.p.404 P.
German (Pape)
[Seite 1429] gähnend, mit offenem Munde, Moeris.
Greek (Liddell-Scott)
κεχηνότως: Ἐπίρρ. (κέχηνα) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ χανδόν, «χανδὸν πιεῖν Ἀττικοί, κεχηνότως καὶ ἀθρόως Ἕλληνες» Μοῖρις 404.
Greek Monolingual
κεχηνότως (Α)
επίρρ. με ανοιχτό στόμα, χάσκοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχηνώς (κέχηνα, μτχ. παρκμ. του χαίνω «χασμουριέμαι, έχω ανοιχτό το στόμα»].