κεχηνότως

From LSJ
Revision as of 18:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κεχηνότως Medium diacritics: κεχηνότως Low diacritics: κεχηνότως Capitals: ΚΕΧΗΝΟΤΩΣ
Transliteration A: kechēnótōs Transliteration B: kechēnotōs Transliteration C: kechinotos Beta Code: *kexhno/tws

English (LSJ)

Adv., (κέχηνα)

   A openmouthed, πιεῖν Moer.p.404 P.

German (Pape)

[Seite 1429] gähnend, mit offenem Munde, Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

κεχηνότως: Ἐπίρρ. (κέχηνα) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ χανδόν, «χανδὸν πιεῖν Ἀττικοί, κεχηνότως καὶ ἀθρόως Ἕλληνες» Μοῖρις 404.

Greek Monolingual

κεχηνότως (Α)
επίρρ. με ανοιχτό στόμα, χάσκοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχηνώς (κέχηνα, μτχ. παρκμ. του χαίνω «χασμουριέμαι, έχω ανοιχτό το στόμα»].